ολοεδρία

ολοεδρία
η
(κρυσταλλ.) η ιδιότητα ενός κρυστάλλου να έχει όλα τα στοιχεία συμμετρίας τού κρυσταλλικού συστήματος στο οποίο ανήκει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holohedry < ολ(ο)-* + έδρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αιματίτης — Ορυκτό του σιδήρου (Fe2O3) που κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του τριγωνικού συστήματος. Ο α. παρουσιάζεται συχνά σε καλά σχηματισμένους κρυστάλλους, που πολλές φορές έχουν ποικίλη εξωτερική εμφάνιση: συσσωματώματα με ινώδη ακτινωτό ιστό, μορφές… …   Dictionary of Greek

  • ακτινόλιθος — Ορυκτό, που κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος και ανήκει στην ομάδα ορυκτών του α. Είναι μεταπυριτικό άλας του μαγνησίου, του ασβεστίου και του σιδήρου. Έχει σκληρότητα 5,5 έως 6 και χρώμα πράσινο σκούρο. Στην ομάδα του α.… …   Dictionary of Greek

  • ζιρκόνιο — Ορυκτό, πυριτικό άλας του ζιρκονίου με χημικό τύπο ZrSiO4. Ανήκει στην ομάδα των πυριτικών ορυκτών, κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του τετραγωνικού συστήματος, με στηλοειδή μορφή και με πυραμίδες. Συνήθως, το χρώμα του είναι καστανό ή καστανέρυθρο …   Dictionary of Greek

  • θομσωνίτης — Ορυκτό πυριτικό, του τύπου NaCa2Al5Si5O20 · 6H2O. Το ορυκτό αυτό κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του ρομβικού συστήματος και βρίσκεται κατά αδένες και συστάδες καθώς και με τη μορφή δίδυμων κρυστάλλων. Ανήκει στην ομάδα των ζεόλιθων και, εκτός από… …   Dictionary of Greek

  • κλινόχλωρο — Ορυκτό, πολυπυριτικό άλας της ομάδας των χλωριτών με χημικό τύπο (Mg,Fe,Al)6(Si,Al)4O10(OH)8. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος σχηματίζοντας πλακώδεις ή λεπιδώδεις κρυστάλλους. Το χρώμα του είναι συνήθως κυανοπράσινο,… …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • ολιβίνης — Πυριτικό ορυκτό [(Mg,Fe)2SiO4] που κρυσταλλώνεται στη ρομβική ολοεδρία και αποτελείται από μια ισόμορφη παράμειξη φορστερίτη (Mg2SiO4) και φαϋαλίτη (Fe2SiO4). Έχει συνήθως χρώμα πράσινο (ελαιοπράσινο, φιαλοπράσινο, κιτρινοπράσινο ή, σπανιότερα… …   Dictionary of Greek

  • ολοεδρικός — ή, ό (για πολυεδρικά σχήματα) αυτός ο οποίος παρουσιάζει ολοεδρία, δηλ. έχει όλες τις έδρες που απαιτούνται στο σύστημα, αλλ. ολόεδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολόεδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ανδρέα Κορδέλλα] …   Dictionary of Greek

  • ορθόκλαστο — Πυριτικό ορυκτό της ομάδας των αστρίων· ο χημικός τύπος του είναι KA1 Si3O8 ή [SiO4 · SiO2 · SiO2] ΑΙ, Κ, με 64,72% SiO2. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Οι κρύσταλλοι του παρουσιάζουν διάφορα σχήματα, κυρίως πρίσματα με… …   Dictionary of Greek

  • σμαράγδι — Πολύτιμος λίθος, ποικιλία της βηρύλλου (SiO4 · SiO2)3 Al2Be3. Έχει πράσινη ιδιάζουσα απόχρωση, επειδή υπάρχουν ίχνη oξείδιων του χρώμιου και του σίδηρου. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του εξαγωνικού συστήματος, σε μεγάλα εξαπλευρικά έως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”